μεσοπυλη

μεσοπυλη
    μεσοπύλη
    μεσο-πύλη
    поэт. μεσσοπύλη (ῠ) ἥ средние ворота Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεσοπυλη" в других словарях:

  • μεσοπύλη — και, ποιητ. τ., μεσσοπύλη, ἡ (Α) η μεσαία πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύλη (για τα δύο σσ τού τ. μεσσοπύλη βλ. λ. μέσος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσσοπύλη — μεσσοπύλη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. μεσοπύλη …   Dictionary of Greek

  • μεσόπυλον — μεσόπυλον, τὸ (Α) η μεσοπύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»